- φακωμάτωση
- η, Νιατρ. πάθηση απότομης ανωμαλίας τής ανάπτυξης τού εμβρύου, η οποία χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση συγγενών όγκων, τών φακωμάτων, και πολλαπλών διαμαρτιών διάπλασης στα παράγωγα τού εξωδέρματος, κυρίως, όπως λ.χ. στο δέρμα, στο νευρικό σύστημα και στα μάτια.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phacomatosis].
Dictionary of Greek. 2013.